- θεοποιοῦν
- θεοποιέωmake into godspres part act masc voc sg (attic epic doric)θεοποιέωmake into godspres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχιίτες — Αναφέρονται και ως σιίτες. Οπαδοί μιας από τις δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις του Ισλαμισμού: σουννισμό και σχιισμό. Η λέξη προέρχεται απ’ το αραβικό σι’α «μερίδα»: οι σ. είναι δηλαδή η «μερίδα του Αλή», που σχηματίστηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам … Православная энциклопедия